- ράλυ
- και ράλλυ και ράλι, το, Ν(αθλ.) αγώνας αυτοκινήτων, τα οποία διανύουν μεγάλη απόσταση πάνω στους δημόσιους δρόμους ή σε ειδικές αγωνιστικές διαδρομές.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rally «συγκέντρωση αυτοκινήτων και οδηγών για αγώνες» (< ρ. rally «συγκεντρώνω»)].
Dictionary of Greek. 2013.