ράλυ

ράλυ
και ράλλυ και ράλι, το, Ν
(αθλ.) αγώνας αυτοκινήτων, τα οποία διανύουν μεγάλη απόσταση πάνω στους δημόσιους δρόμους ή σε ειδικές αγωνιστικές διαδρομές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. rally «συγκέντρωση αυτοκινήτων και οδηγών για αγώνες» (< ρ. rally «συγκεντρώνω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ραλίστας — ο, θηλ. ραλίστρια, Ν (αθλ.) αυτοκινητιστής που μετέχει σε αγώνες ράλυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ράλι / ράλλυ + κατάλ. ίστας (πρβλ. κιθαρ ίστας, πιαν ίστας)] …   Dictionary of Greek

  • σακαράκα — η, Ν 1. παλιό και άχρηστο σπαθί 2. (με σκωπτική σημ.) κάθε παλιό και αχρηστευμένο αντικείμενο και ιδίως αυτοκίνητο ή μηχάνημα («στο ράλυ αντίκα παρέλασαν όλες οι σακαράκες»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. carcassa «σκελετός ζώου, στήριγμα οποιουδήποτε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”